- κοκκίων
- κοκκίονpillneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GRANA — quatuor modis a Vett. excussa ac extrita. Primo enim virgis et flagellis, ea ex folliculis excutiebant, Columella l. 2. c. 21. Quo modo non nisi debiliora semina Iudaeos excussisle, docet Hier. in Ies. c. 28. v. 27. nempe Prophetae huius aetate,… … Hofmann J. Lexicon universale
PSEPHOBOLUS — Graece ψηφοβόλος, seu ov, apud Iohann. Antiochensem, περὶ Α᾿ρχαιολογ. διὰ τοῦ ψηφοβόλου, καὶ τȏυ εν αὐτῷ ἑπτὰ κοκκίων τὰ ἑππὰ ἄςτρα τȏυ πλανητȏυ διὰ δὲ τοῦ πύργου τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, Per psephobolum et quae in eo septem grana, septem astra… … Hofmann J. Lexicon universale
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
μαγνητίτης — Ορυκτό του σιδήρου με χημικό τύπο Fe3O4. Ανήκει στην ομάδα των σπινελίων και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, με μορφή συνήθως οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική. Έχει αστραφτερό μαύρο χρώμα, έλκεται από τον μαγνήτη και παρουσιάζει μαγνητισμό,… … Dictionary of Greek
μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… … Dictionary of Greek
μυκητίαση — (Ιατρ.). Νόσος που οφείλεται στη δράση μυκήτων επί του ανθρώπινου οργανισμού ή επί κατοικίδιων κυρίως ζώων. Η συχνότερη και ελαφρότερη μ. είναι αυτή που προσβάλλει τις τρίχες (τριχοφυτίαση) και την επιδερμίδα (επιδερμοφυτίαση)· βαρύτερες είναι οι … Dictionary of Greek
σιδηροβλάστη — η, Ν ιατρ. εμπύρηνο ερυθρό αιμοσφαίριο τού μυελού τών οστών, το οποίο περιέχει φερριτίνη υπό μορφή ελεύθερων κοκκίων ή μεγαλύτερων σωματίων και εμφανίζεται, κυρίως, κατά την σιδηροαχρηστική αναιμία … Dictionary of Greek
μαστοκύτταρα ή σιτευτικά κύτταρα — Κύτταρα του χαλαρού συνδετικού ιστού, ο ρόλος των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις ανοσολογικές αποκρίσεις του οργανισμού. Περιέχουν διάφορες χημικές ενώσεις, όπως η ηπαρίνη, η οποία παρεμποδίζει την πήξη του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία, η… … Dictionary of Greek
μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… … Dictionary of Greek